Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

σκέλους τὸ ἀμφικέφαλον

См. также в других словарях:

  • αμφικέφαλος — ἀμφικέφαλος, ον (ΑΜ) [κεφαλή] δικέφαλος μσν. 1. αυτός που έχει δύο θέσεις για το κεφάλι, όπως το ανάκλιντρο 2. (για κρεβάτι) αυτό που έχει προσκέφαλο και στις δύο πλευρές αρχ. φρ. «σκέλους τὸ ἀμφικέφαλον», το μηριαίο οστούν (επειδή έχει… …   Dictionary of Greek

  • πλανησίεδρος — ον, Α (για την επιγονατίδα) αυτός που έχει κινητή έδρα, που κινείται ελεύθερα («σκέλους δὲ τὸ μὲν ἀμφικέφαλον μηρός, τὸ δὲ πλανησίεδρον μύλη», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος < πλάνησις + εδρος (< ἕδρα), πρβλ. πολύ εδρος] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»